σηματοδότη

σηματοδότη
trafik lambası, işaret direği

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηματοδοτώ — σηματοδότησα, σηματοδοτήθηκα, σηματοδοτημένος 1. δίνω σήμα, τοποθετώ ένα σηματοδότη. 2. μτφ., επιτρέπω ν’ αρχίσει μια διαδικασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”